- αποδέλοιπος
- η , ο остающийся, остальной;
§ καί στ' αποδέλοιπα — того же и остальным желаем (пожелание на свадьбе родителям, имеющим не вступивших ещё в брак детей)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ καί στ' αποδέλοιπα — того же и остальным желаем (пожелание на свадьбе родителям, имеющим не вступивших ещё в брак детей)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποδέλοιπος — η, ο (Μ ἀποδέλοιπος, η, ον) αυτός που απομένει, υπόλοιπος νεοελλ. φρ. «και στ αποδέλοιπα» με το καλό να παντρευτούν και τ άλλα σου παιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + δελοιπός < δε + λοιπός] … Dictionary of Greek
λοιπός — (I) ή, ό (AM λοιπός, ή, όν, Μ και ἐλοιπός, ή, όν) 1. αυτός που υπολείπεται μετά από αφαίρεση ή από χωρισμό, υπόλοιπος (α. «μόνο πέντε υπάλληλοι έκαναν απεργία, οι λοιποί πήγαν κανονικά στη δουλειά τους» β. «λοιπὸν ἀμφὶ βίοτον ἔχει... εὐδίαν»,… … Dictionary of Greek